Το ημερολόγιο ενός ποδηλάτη: “οι ηδονές της κατηφόρας από το βουνό των Θεών”
Το καλό πράγμα αργεί να γίνει. Από την άλλη, μονοπάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται λέει το παλιό mtbήδικο γνωμικό. Όταν τελικά ήρθε η ώρα, να πραγματοποιηθεί η επιχείρηση «Όλυμπος», το χαρτί δεν ήταν ιδανικό, αλλά αποφασίσαμε να μπλοφάρουμε, μήπως και μας βγεί η κέντα.
Τα κέφια του Δία φάνηκαν από την διαδρομή, όταν στεφάνωσε το κάστρο του Πλαταμώνα με σύννεφα. Ανεβήκαμε στο Λιτόχωρο, φάγαμε και ξανασυζητήσαμε το πλάνο της επόμενης μέρας για πολλοστή φορά. Άφιξη στο καταφύγιο του Σταυρού και βραδυνό ξεφόρτωμα με παράλληλη οργάνωση του εξοπλισμού για την μεγάλη επόμενη ημέρα. Κοιμηθήκαμε όσο το δυνατό πιο σύντομα γιατί το ξύπνημα θα ήταν άγουρο και άγαρμπο. Ευτυχώς, ο δροσερός αέρας του βουνού και το υψόμετρο των 1.000, μου χάρισαν ένα σχετικά αναπαυτικό ύπνο. Οι άλλοι έξι της παρέας κοιμήθηκαν λίγο άτσαλα. Στις 05:15 το πρωί, πάνω από μία ώρα νωρίτερα από το προγραμματισμένο εγερτήριο, μας ξύπνησαν οι φωνές και οχλαγωγίες μιας ομάδας ορειβατών. Ω, αυτή η λαίλαπα των χαμηλών καταφυγίων. Ευτυχώς κούμπωσα μια ωρίτσα ύπνου ακόμη, πριν το χάραμα αναγγελθεί και επισήμως από την παύση του ομαδικού ροχαλητού...
Οι κορυφές και τα διάσελα πάνω από τα 1500μ μέτρα ήταν φορτωμένα με μολύβι. Και οι ώμοι μου επίσης. Κρύο νερό μπας και πάρουμε μπρος και άντε να κινήσουμε να ετοιμάζουμε τον εξοπλισμό εκστρατείας. Ανταλλακτικά, λάστιχα, VHF, GPS, onboard cameras, φαγητό, νερό και ερωτήσεις...Προστασίες για εμάς και το ποδήλατο, δεύτερα ρούχα, κάλτσες, χαμός! Πού είναι η απλότητα των ορεσίβιων; Λίγη μυζήθρα στο ταγάρι, δυο καρφιά στα τσαρούχια και πάμε. Αλλά είχαμε χρέος να μεταφέρουμε πίσω τις εμπειρίες και τις θύμισες από το ταξίδι, να τα κάνουμε όλα σωστά και γρήγορα. Και το βουνό θέλει σεβασμό.
Τελικά ανεβαίνουμε στον Γκορτσιά και ψάχνουμε τα μουλάρια. Δηλαδή τα δικά μας, γιατί ο άλλος αγωγιάτης ήταν εκεί... Ο δικός μας έχει ένα θέμα με τα ρολόγια και άργησε. Με τα πολλά, φορτώσαμε, γνώμες πολλές για τα άπειρα δεσίματα και τρόπους ανάρτησης ζαντών σε σαμάρι που θα ζήλευε και το κάμα σούτρα και ευδιάθετα ξεκινήσαμε την ανάβαση. Παίρναμε ρυθμό από τον μπροστάρη της λιτανείας και τα μυτερά του μπαστούνια, οι ανάσες έδιωχναν την Αθηναϊλα που μας έχει ποτίσει τα πλεμόνια και οι ίριδες γέμιζαν πράσινο, πλουμιστά βράχια και ευθυτενή ρόμπολα. Σαν μικροί ιχνηλάτες ινδιάνοι αναλύαμε το έδαφος, την υγρασία του, τα βαθειά αυλάκια και την διάβρωση από τα μουλάρια και τα στίφη των προσκυνητών του βουνού. Εδώ φρένα, εκεί θα γείρω με το σώμα, εκεί να στρίψω σαν διαβήτης την κλεισούρα να μην χαθεί η ροή. Το μυαλό έτρεχε στις ηδονές της κατηφόρας. Και δεν είχαμε ακόμη καβατζάρει το πρώτο διάσελο. Φανταζόμουν τα χοντρά τακούνια από καουτσούκ ν’αρπάζουν το αφράτο χώμα, τους τροχούς να ξερνούν τις πέτρες, την κάψα από τα δισκόφρενα να καψαλίζει το ρετσίνι από τα πεσμένα φύλλα. Ευωδιές σαν θυμιατό να γεμίζουν τα ρουθούνια, καθώς το ελεύθερο του πίσω κέντρου θα κρατάει το ίσο της ψαλμωδίας. Ουράνια συμφωνία! Αλλά είχαμε άλλες τέσσερις τουλάχιστον ώρες περπάτημα και ένα βουνό μπροστά μας. Τα κεφάλια κάτω και προσήλωση στον ρυθμό. Βηματισμός και προσκύνημα. Το τοπίο βοηθάει το αίσθημα κατάνυξης.
Τα μουλάρια μας πρόλαβαν και αξίζαμε μια στάση για καφέ πριν την τελευταία έφοδο προς την Αλπική ζώνη. Ακόμη ήμασταν στον πολιτισμό. Πετρόστρουγγα. Όμορφο τοπωνύμιο. Από εκεί και πάνω, πρέπει να ήταν πολύ άγριο το τοπίο για τους παλιούς τσοπάνηδες. Η στρούγγα θα ήταν το τελευταίο φυλάκιο προστατευμένου πεδίου, πριν τα ψηλά διάσελα και τα οροπέδια με το παχύ χορτάρι που διατηρούνταν το καλοκαίρι, βιός για τα ζωντανά. Περνούσαν τους θερινούς μήνες στα ορεινά. Εδώ θα στάλιζαν κάποτε τα αιγοπρόβατα και θα συναντούσαν τα μουλάρια που κατέβαζαν το γάλα στα χωριά. Μετά γύριζαν προς τα πάνω, στο έλεος του ήλιου και της κυκλοθυμίας του Δωδεκάθεου.
Το κομμάτι πάνω από το καταφύγιο μοιάζει περισσότερο ποδηλατήσιμο από τα προηγούμενα. Τουλάχιστον η κλίση είναι ηπιότερη, αν και δεν λείπουν τα ξύλινα σκαλοπάτια με τις μπετόβεργες και οι διάσπαρτοι βραχόκηποι. Λίγο μετά, σαράντα λεπτά δηλαδή, βγαίνουμε από το δάσος, στην Αλπική ζώνη. Εκεί η χλωρίδα χαμηλώνει, τα δέντρα δίνουν την θέση τους σε θάμνους, σκληρό χορτάρι και σταδιακά η βλάστηση περιορίζεται σε gourmet χορτάρι και βρύα στα βράχια. Είχα την εντύπωση ότι ο Όλυμπος στα ψηλά αποτελούνταν κυρίως από σχιστόλιθο. Έκανα λάθος, είναι γεμάτος γυαλιστερά γρανιτένια flints, εκ του flintstones, γενικά ασταθές πέτρωμα, συνήθως γλιστερό όταν βρέχεται...
Στην αρχή υπολογίζεις περάσματα, λίγα φρένα εδώ, ευτυχώς έχει λίγο χωματάκι –ίσα να γεμίσεις μια ζαρντινιέρα- λίγο σήκωμα εκεί και έστριψες, λίγο τσαλίμι και το έσωσες το ντεραγιέ. Ανεβαίνοντας λίγο παραπάνω, αντιλαμβάνεσαι ότι αποκλείεται να γλιτώσεις όλα τα κανονάκια σου κατεβαίνοντας και μάλλον θα μείνεις ψάχνοντας για κέρματα στις τσέπες, μπας και εξαγοράσεις καμιά ζωούλα στο ουφάδικο. Καιρός για μια σπονδή στα θεία, σκέφτηκα. Πριν το πέρασμα του Γιώσου, οι πέτρινες φουρκέτες, σχεδόν λαξευμένες στο βράχινο πεδίο από τους οδοιπόρους του βουνού, σε πείθουν να εγκαταλείψεις κάθε ιδέα για κατάβαση με ροή. Τουλάχιστον, τα γκρέμια στην ομίχλη κάνουν το θέαμα μαγευτικό. Περνάμε την τραβέρσα άρον – άρον και σε λίγο δεν βλέπουμε τίποτα από την ομίχλη. Μόνο ταμπέλες και μεζούρες για το χιόνι. Δεν πτοούμαστε. Το καταφύγιο είναι εκεί και λίγο παρακάτω ξεθαρρεύουμε από τα κουδούνια των μουλαριών που βόσκουν. Φτάσαμε. Καταφύγιο «Χρήστος Κάκαλος» και εύχομαι στην επέτειο των 100 χρόνων από την πρώτη ανάβαση, να μην χρειαστεί να περπατήσουμε εντός ομίχλης ξυπόλυτοι στα κατσάβραχα όπως εκείνος…
Φθάσαμε στο καταφύγιο αλλά παρά τον σεβασμό και την ευλάβεια που δείξαμε στην διαδρομή, ο Δίας έκρυβε τον θρόνο του πίσω από τα σύννεφα. Και όχι μόνο αυτό, κάτι σποραδικές ψιχάλες έδειχναν τις ορέξεις του για την συνέχεια. Με τα πολλά, στην ζέστη του καταφυγίου, στην θέρμη από την σούπα που κατέβαινε στην καταπιόνα μας, στην έξαψη της παρέας και ταμπουρωμένοι πίσω από τα μικρά παράθυρα του μικρού οχυρού, χαθήκαμε από τον χρόνο και τον καιρό έξω. Η επαφή δε με τους ανθρώπους που μένουν καιρό στο βουνό, βοηθάει να σε ταξιδέψει σε πιο γαλήνια μέρη και ασχολίες. Έπρεπε όμως να κατέβουμε. Εν μέσω μπόρας. Κάποιες μικρές παραβλέψεις, ένα αδιάβροχο ξεχασμένο στην μπόρα, ένα τιμόνι δεμένο ανάποδα από την υποξία του βουνού, μια κολλημένη αλυσίδα της τελευταίας στιγμής, σου κάνουν την ζωή δύσκολη σε αυτές τις συνθήκες.
Μια κουβέντα είναι να κατέβεις από τα 2.600, ψιλοτζατζαρισμένος και παγωμένος στους υγρούς πετρόκηπους. Τα πρώτα χλμ στο οροπέδιο φεύγουν σχετικά άνετα, με την λάσπη του λιβαδιού οριακά να μας εμποδίζει. Ανασύνταξη στον αυχένα και βουρ στο σκληρό, πέτρινο μονοπάτι που οδηγεί στην τραβέρσα του Γιώσου. Ο ορίζοντας ανοίγει, ο Δίας συγχωρεί, πλατσουρίζω στο ρυάκι αλλά δεν με νοιάζει. Η θέα στα χαμηλά αναπτερώνει το ηθικό και δίνει ζωή στα παγωμένα μου δάκτυλα. Ανασυντάσσω τα μέλη μου σε θέση κατηφόρας, η σέλα κάτω για να μείνει το επόμενο 3ωρο εκεί και δώσε κτύπο το πετάλι στις τσακμακόπετρες. Ε, ρε και να μ’ έβλεπε η γυναίκα μου καβάλα στην τραβέρσα της λήθης (άμα πέσεις), η Ήρα δεν θα έπιανε μπάζα μπροστά της. Δεν έχω όρεξη για υπερβάσεις. Πρέπει να κατέβουμε όλοι μαζί, κυρίως γιατί κάποιος μπορεί να ζοριστεί στο πιο επικίνδυνο κομμάτι μιας δύσκολης μέρας. Ρολάρω λίγα κομμάτια και περνάω τα δύσκολα στο χέρι. Ο Λαιμός είναι πανέμορφος καβάλα. Τρομερή εμπειρία ακόμη και με τα βρεγμένα βράχια. Ανυπομονώ να μπούμε στην γραμμή με τα δέντρα. Αδίκως τελικά, καθώς το λασπερό μονοπάτι είναι γεμάτο παγίδες, διαφορετικό από την υπόσχεση που έδινε κατά την ανάβαση. Φτάνουμε πάλι στην Πετρόστουγγα, από την ανάποδη φορά και αφήνουμε στα δεξιά το μονοπάτι που ανεβήκαμε, για να δοκιμάσουμε το καινούργιο, άγνωστο, εκείνο που ανεβαίνει από την Κορομηλιά. Είπαμε, η επιχείρηση είχε και εξερευνητικό χαρακτήρα.
Τα τοπία και τα περάσματα πανέμορφα, αλλά το μονοπάτι καθαρά πεζοπορικό, δεν έχει ίχνος ροής στο πρώτο κομμάτι του. Χαίρεσαι να ποδηλατείς, αλλά η χαρά σου δεν διαρκεί πάνω από 30-40 μέτρα. Οι συνεχείς βραχόκηποι με τους κάθετα φυτεμένους βράχους, δεν αφήνουν περιθώριο για ελιγμούς. Ευτυχώς, από την μέση και έπειτα, το πεδίο γίνεται οριακά πιο βατό, με μεγαλύτερα ρευστά κομμάτια. Η συσσωρευμένη κούραση της ημέρας, δεν επιτρέπει στα περισσότερα μέλη της αγέλης να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους στην σκληρή τύρφη που απλώνεται ανάμεσα στο βραχώδες τοπίο. Καθώς το μονοπάτι ακολουθεί σε πολλά σημεία την ροή του νερού, η διαδρομή κρύβει αρκετές παγίδες. Το θετικό είναι ότι συνηθισμένος πλέον από τις φουρκέτες, σηκώνω με την σκέψη τον πίσω τροχό στα στενά περάσματα. Η κληρονομιά του Υμηττού...
Άφιξη στην Κορομηλιά και τίτλοι τέλους για μια δύσκολη μέρα. Το μυαλό και οι αισθήσεις πλήρεις. Θα μπορούσα να μην γυρίσω πετάλι για καμιά βδομάδα, αλλά οι Παλαιοί Πόροι Πιερίας και το χωμάτινο, όλο ροή μονοπάτι που τους στεφανώνει, μας περιμένει για μια δεύτερη γεμάτη μέρα...
Φώτης Παναγούλιας 11/01/2015
Comments
none has commented this story yet